Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
View word page
φειδώ
a sparing

ShortDef

a sparing

Debugging

Headword:
φειδώ
Headword (normalized):
φειδώ
Headword (normalized/stripped):
φειδω
IDX:
93612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93613
Key:

Data

{'content': 'a sparing'}