Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
View word page
φειδομένως
sparingly, thriftily

ShortDef

sparingly, thriftily

Debugging

Headword:
φειδομένως
Headword (normalized):
φειδομένως
Headword (normalized/stripped):
φειδομενως
IDX:
93610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93611
Key:

Data

{'content': 'sparingly, thriftily'}