Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
View word page
φείδομαι
to spare

ShortDef

to spare

Debugging

Headword:
φείδομαι
Headword (normalized):
φείδομαι
Headword (normalized/stripped):
φειδομαι
IDX:
93609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93610
Key:

Data

{'content': 'to spare'}