Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
View word page
φειδαλφιτέω
to be sparing of barley

ShortDef

to be sparing of barley

Debugging

Headword:
φειδαλφιτέω
Headword (normalized):
φειδαλφιτέω
Headword (normalized/stripped):
φειδαλφιτεω
IDX:
93606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93607
Key:

Data

{'content': 'to be sparing of barley'}