Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
View word page
φέγγω
to make bright

ShortDef

to make bright

Debugging

Headword:
φέγγω
Headword (normalized):
φέγγω
Headword (normalized/stripped):
φεγγω
IDX:
93604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93605
Key:

Data

{'content': 'to make bright'}