Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
View word page
φεγγοβολέω
shine
ShortDef
shine
Debugging
Headword:
φεγγοβολέω
Headword (normalized):
φεγγοβολέω
Headword (normalized/stripped):
φεγγοβολεω
IDX:
93602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93603
Key:
Data
{'content': 'shine'}