Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
View word page
φάψ
wild pigeon
ShortDef
wild pigeon
Debugging
Headword:
φάψ
Headword (normalized):
φάψ
Headword (normalized/stripped):
φαψ
IDX:
93598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93599
Key:
Data
{'content': 'wild pigeon'}