Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
View word page
φαυστήρ
lamp
ShortDef
lamp
Debugging
Headword:
φαυστήρ
Headword (normalized):
φαυστήρ
Headword (normalized/stripped):
φαυστηρ
IDX:
93596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93597
Key:
Data
{'content': 'lamp'}