Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
φέγγος
View word page
φαυλουργός
working ill

ShortDef

working ill

Debugging

Headword:
φαυλουργός
Headword (normalized):
φαυλουργός
Headword (normalized/stripped):
φαυλουργος
IDX:
93593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93594
Key:

Data

{'content': 'working ill'}