Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
φέβομαι
φεγγοβολέω
View word page
φαυλότης
meanness, paltriness, pettiness, badness
ShortDef
meanness, paltriness, pettiness, badness
Debugging
Headword:
φαυλότης
Headword (normalized):
φαυλότης
Headword (normalized/stripped):
φαυλοτης
IDX:
93592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93593
Key:
Data
{'content': 'meanness, paltriness, pettiness, badness'}