Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
φαῦσις
φαυστήρ
Φαῦστος
φάψ
φάω
Φαώνιος
View word page
φαυλορρημόνως
speaking evilly

ShortDef

speaking evilly

Debugging

Headword:
φαυλορρημόνως
Headword (normalized):
φαυλορρημόνως
Headword (normalized/stripped):
φαυλορρημονως
IDX:
93590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93591
Key:

Data

{'content': 'speaking evilly'}