Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦσιγξ
View word page
φαύλιος
coarse

ShortDef

coarse

Debugging

Headword:
φαύλιος
Headword (normalized):
φαύλιος
Headword (normalized/stripped):
φαυλιος
IDX:
93584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93585
Key:

Data

{'content': 'coarse'}