Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
View word page
φαυλίζω
to hold cheap, to depreciate, disparage
ShortDef
to hold cheap, to depreciate, disparage
Debugging
Headword:
φαυλίζω
Headword (normalized):
φαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
φαυλιζω
IDX:
93583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93584
Key:
Data
{'content': 'to hold cheap, to depreciate, disparage'}