Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
View word page
φάττιον
wild pigeon

ShortDef

wild pigeon

Debugging

Headword:
φάττιον
Headword (normalized):
φάττιον
Headword (normalized/stripped):
φαττιον
IDX:
93581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93582
Key:

Data

{'content': 'wild pigeon'}