Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
View word page
φαττάγης
pangolin
ShortDef
pangolin
Debugging
Headword:
φαττάγης
Headword (normalized):
φαττάγης
Headword (normalized/stripped):
φατταγης
IDX:
93580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93581
Key:
Data
{'content': 'pangolin'}