Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φατνεύω
φάτνη
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλίστρια
Φάϋλλος
φαυλόβιος
View word page
φατός2
slain, dead
ShortDef
that may be spoken
slain, dead
Debugging
Headword:
φατός2
Headword (normalized):
φατός
Headword (normalized/stripped):
φατος2
IDX:
93578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93579
Key:
Data
{'content': 'slain, dead'}