Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φατέος
φάτης
φατίζω
φατικός
φάτις
φάτνα
φατνεύω
φάτνη
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
φαττάγης
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
View word page
φατνόω
roof, ceil
ShortDef
roof, ceil
Debugging
Headword:
φατνόω
Headword (normalized):
φατνόω
Headword (normalized/stripped):
φατνοω
IDX:
93572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93573
Key:
Data
{'content': 'roof, ceil'}