Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασσοφόνος
φατειός
φατέον
φατέος
φάτης
φατίζω
φατικός
φάτις
φάτνα
φατνεύω
φάτνη
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός2
φατριά
View word page
φάτνη
a manger, crib, feeding-trough

ShortDef

a manger, crib, feeding-trough

Debugging

Headword:
φάτνη
Headword (normalized):
φάτνη
Headword (normalized/stripped):
φατνη
IDX:
93569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93570
Key:

Data

{'content': 'a manger, crib, feeding-trough'}