Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
φατέον
φατέος
φάτης
φατίζω
φατικός
φάτις
φάτνα
φατνεύω
φάτνη
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
View word page
φάτνα
manger
ShortDef
manger
Debugging
Headword:
φάτνα
Headword (normalized):
φάτνα
Headword (normalized/stripped):
φατνα
IDX:
93567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93568
Key:
Data
{'content': 'manger'}