Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
φατέον
φατέος
φάτης
φατίζω
φατικός
φάτις
φάτνα
φατνεύω
φάτνη
φατνίζομαι
φατνίον
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
View word page
φατίζω
to say, speak, report

ShortDef

to say, speak, report

Debugging

Headword:
φατίζω
Headword (normalized):
φατίζω
Headword (normalized/stripped):
φατιζω
IDX:
93564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93565
Key:

Data

{'content': 'to say, speak, report'}