Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
φατέον
φατέος
φάτης
φατίζω
φατικός
φάτις
φάτνα
View word page
φάσσα
a wild pigeon, ringdove

ShortDef

a wild pigeon, ringdove

Debugging

Headword:
φάσσα
Headword (normalized):
φάσσα
Headword (normalized/stripped):
φασσα
IDX:
93557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93558
Key:

Data

{'content': 'a wild pigeon, ringdove'}