Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
φατέον
φατέος
View word page
φάσμα
an apparition, phantom

ShortDef

an apparition, phantom

Debugging

Headword:
φάσμα
Headword (normalized):
φάσμα
Headword (normalized/stripped):
φασμα
IDX:
93552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93553
Key:

Data

{'content': 'an apparition, phantom'}