Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
φατέον
View word page
φάσκωλος
leathern bag, wallet, scrip
ShortDef
leathern bag, wallet, scrip
Debugging
Headword:
φάσκωλος
Headword (normalized):
φάσκωλος
Headword (normalized/stripped):
φασκωλος
IDX:
93551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93552
Key:
Data
{'content': 'leathern bag, wallet, scrip'}