Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
φασσοφόνος
φατειός
View word page
φάσκω
to say, affirm, assert

ShortDef

to say, affirm, assert

Debugging

Headword:
φάσκω
Headword (normalized):
φάσκω
Headword (normalized/stripped):
φασκω
IDX:
93550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93551
Key:

Data

{'content': 'to say, affirm, assert'}