Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
φάσσα
φάσσιον
View word page
φασκία
fascia, bandage, strip

ShortDef

fascia, bandage, strip

Debugging

Headword:
φασκία
Headword (normalized):
φασκία
Headword (normalized/stripped):
φασκια
IDX:
93548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93549
Key:

Data

{'content': 'fascia, bandage, strip'}