Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
φασματοφάνεια
φασματώδης
View word page
φάσις2
a statement, claim, assertion (φημί)

ShortDef

an accusation; appearance (φαίνω)
a statement, claim, assertion (φημί)

Debugging

Headword:
φάσις2
Headword (normalized):
φάσις
Headword (normalized/stripped):
φασις2
IDX:
93546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93547
Key:

Data

{'content': 'a statement, claim, assertion (φημί)'}