Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
φασματιάω
φασματολογέω
View word page
φάσις
an accusation; appearance (φαίνω)

ShortDef

an accusation; appearance (φαίνω)
a statement, claim, assertion (φημί)

Debugging

Headword:
φάσις
Headword (normalized):
φάσις
Headword (normalized/stripped):
φασις
IDX:
93544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93545
Key:

Data

{'content': 'an accusation; appearance (φαίνω)'}