Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
φάσκον
φάσκω
φάσκωλος
φάσμα
View word page
φασιανός
pheasant

ShortDef

from the river Phasis
pheasant

Debugging

Headword:
φασιανός
Headword (normalized):
φασιανός
Headword (normalized/stripped):
φασιανος
IDX:
93542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93543
Key:

Data

{'content': 'pheasant'}