Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
φάσις2
φασκάς
φασκία
View word page
Φάσηλις
Phaselis
ShortDef
Phaselis
Debugging
Headword:
Φάσηλις
Headword (normalized):
φάσηλις
Headword (normalized/stripped):
φασηλις
IDX:
93538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93539
Key:
Data
{'content': 'Phaselis'}