Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
φάσις
Φᾶσις
View word page
φάσγανον
a sword
ShortDef
a sword
Debugging
Headword:
φάσγανον
Headword (normalized):
φάσγανον
Headword (normalized/stripped):
φασγανον
IDX:
93535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93536
Key:
Data
{'content': 'a sword'}