Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
φάσηλος
Φασιανός
φασιανός
φάσιμος
View word page
φάσαξ
informer
ShortDef
informer
Debugging
Headword:
φάσαξ
Headword (normalized):
φάσαξ
Headword (normalized/stripped):
φασαξ
IDX:
93533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93534
Key:
Data
{'content': 'informer'}