Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
Φάσηλις
φασηλοειδής
View word page
φάρσωμα
ship's timbers
ShortDef
ship's timbers
Debugging
Headword:
φάρσωμα
Headword (normalized):
φάρσωμα
Headword (normalized/stripped):
φαρσωμα
IDX:
93529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93530
Key:
Data
{'content': "ship's timbers"}