Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
φάσγανον
φασγανουργός
View word page
Φάρσαλος
Pharsalos

ShortDef

Pharsalos

Debugging

Headword:
Φάρσαλος
Headword (normalized):
φάρσαλος
Headword (normalized/stripped):
φαρσαλος
IDX:
93526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93527
Key:

Data

{'content': 'Pharsalos'}