Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φάσαξ
φασγανίς
View word page
φάρος2
plough

ShortDef

Pharos (island near Alexandria; island in Adriatic (sts. m.))
pharynx
plough

Debugging

Headword:
φάρος2
Headword (normalized):
φάρος
Headword (normalized/stripped):
φαρος2
IDX:
93524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93525
Key:

Data

{'content': 'plough'}