Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
View word page
φᾶρος
a large piece of cloth, a web

ShortDef

a large piece of cloth, a web

Debugging

Headword:
φᾶρος
Headword (normalized):
φᾶρος
Headword (normalized/stripped):
φαρος
IDX:
93521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93522
Key:

Data

{'content': 'a large piece of cloth, a web'}