Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρμακόω
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
View word page
Φαρνοῦχος
Pharnuchus
ShortDef
Pharnuchus
Debugging
Headword:
Φαρνοῦχος
Headword (normalized):
φαρνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
φαρνουχος
IDX:
93519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93520
Key:
Data
{'content': 'Pharnuchus'}