Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
Φαρσάλιος
Φάρσαλος
φάρσος
φαρσοφόρος
View word page
Φαρνάσπης
Pharnaspes

ShortDef

Pharnaspes

Debugging

Headword:
Φαρνάσπης
Headword (normalized):
φαρνάσπης
Headword (normalized/stripped):
φαρνασπης
IDX:
93518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93519
Key:

Data

{'content': 'Pharnaspes'}