Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακοπώλης
φαρμακός
φάρμακος
φαρμακοτρίβης
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
Φαρνάσπης
Φαρνοῦχος
φάρξις
φᾶρος
Φάρος
φάρος
φάρος2
View word page
φαρμάσσω
to treat by using φάρμακα

ShortDef

to treat by using φάρμακα

Debugging

Headword:
φαρμάσσω
Headword (normalized):
φαρμάσσω
Headword (normalized/stripped):
φαρμασσω
IDX:
93514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93515
Key:

Data

{'content': 'to treat by using φάρμακα'}