Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φάρμακος
φαρμακοτρίβης
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
φαρμάσσω
Φαρνάβαζος
Φαρνάκειος
Φαρνάκης
View word page
φαρμακοτρίβης
one who grinds drugs

ShortDef

one who grinds drugs

Debugging

Headword:
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized):
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοτριβης
IDX:
93507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93508
Key:

Data

{'content': 'one who grinds drugs'}