Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φάρμακος
φαρμακοτρίβης
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φάρμαξις
View word page
φαρμακοπωλέω
to be a druggist

ShortDef

to be a druggist

Debugging

Headword:
φαρμακοπωλέω
Headword (normalized):
φαρμακοπωλέω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοπωλεω
IDX:
93503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93504
Key:

Data

{'content': 'to be a druggist'}