Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φάρμακος
φαρμακοτρίβης
View word page
φάρμακον
a drug, medicine
ShortDef
a drug, medicine
Debugging
Headword:
φάρμακον
Headword (normalized):
φάρμακον
Headword (normalized/stripped):
φαρμακον
IDX:
93497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93498
Key:
Data
{'content': 'a drug, medicine'}