Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φάρμακος
View word page
φαρμακόμαντις
one who is at once

ShortDef

one who is at once

Debugging

Headword:
φαρμακόμαντις
Headword (normalized):
φαρμακόμαντις
Headword (normalized/stripped):
φαρμακομαντις
IDX:
93496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93497
Key:

Data

{'content': 'one who is at once'}