Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φαρμακός
View word page
φαρμακοθήκη
medicine-chest
ShortDef
medicine-chest
Debugging
Headword:
φαρμακοθήκη
Headword (normalized):
φαρμακοθήκη
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοθηκη
IDX:
93495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93496
Key:
Data
{'content': 'medicine-chest'}