Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
View word page
φαρμακοδοσία
poisoning
ShortDef
poisoning
Debugging
Headword:
φαρμακοδοσία
Headword (normalized):
φαρμακοδοσία
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοδοσια
IDX:
93493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93494
Key:
Data
{'content': 'poisoning'}