Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
View word page
φαρμακίων
pharmacist
ShortDef
pharmacist
Debugging
Headword:
φαρμακίων
Headword (normalized):
φαρμακίων
Headword (normalized/stripped):
φαρμακιων
IDX:
93492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93493
Key:
Data
{'content': 'pharmacist'}