Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
View word page
φαρμακικός
of or for a φάρμακον

ShortDef

of or for a φάρμακον

Debugging

Headword:
φαρμακικός
Headword (normalized):
φαρμακικός
Headword (normalized/stripped):
φαρμακικος
IDX:
93488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93489
Key:

Data

{'content': 'of or for a φάρμακον'}