Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
View word page
φαρμακηρός
treated with preservatives

ShortDef

treated with preservatives

Debugging

Headword:
φαρμακηρός
Headword (normalized):
φαρμακηρός
Headword (normalized/stripped):
φαρμακηρος
IDX:
93487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93488
Key:

Data

{'content': 'treated with preservatives'}