Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
View word page
φαρμακεύω
to administer a drug

ShortDef

to administer a drug

Debugging

Headword:
φαρμακεύω
Headword (normalized):
φαρμακεύω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακευω
IDX:
93486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93487
Key:

Data

{'content': 'to administer a drug'}