Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
View word page
φαρμακευτικός
of or by means of drugs or pharmacy
ShortDef
of or by means of drugs or pharmacy
Debugging
Headword:
φαρμακευτικός
Headword (normalized):
φαρμακευτικός
Headword (normalized/stripped):
φαρμακευτικος
IDX:
93485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93486
Key:
Data
{'content': 'of or by means of drugs or pharmacy'}