Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίτης
View word page
φαρμακεργάτης
apothecary
ShortDef
apothecary
Debugging
Headword:
φαρμακεργάτης
Headword (normalized):
φαρμακεργάτης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακεργατης
IDX:
93481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93482
Key:
Data
{'content': 'apothecary'}